- κωνοειδές
- κωνοειδήςconicalmasc/fem voc sgκωνοειδήςconicalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωνοειδής — (Γεωμ.). Βλ. λ. κώνος (κωνοειδής). * * * ές (Α κωνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.) αρχ. 1. σύντομος, περιεκτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές το κωναριο(ν), η επίφυση τού εγκεφάλου. επίρρ...… … Dictionary of Greek
στηθοσκόπιο — (Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο… … Dictionary of Greek
ALAHGABAL — nomen Suriaci idoli, unde Antoninus Heliogabalus Imperator, Romanus nomen habuit. Scaligero et Casaubono significat Deum montis, sed cuius montis ille Deus fuerit, aut a quo monte ita sit appellatus, non explicant satis. Quod enim Casaubonus sic… … Hofmann J. Lexicon universale
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
στροβίλιον — τὸ, Α [στρόβιλος] 1. υποκορ. μικρός κώνος πεύκου, μικρό κουκουνάρι 2. κωνοειδές σκουλαρίκι … Dictionary of Greek
τριχαίος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρίχα ή στο τρίχωμα («τριχαίος κώνος» το κωνοειδές τμήμα τής ρίζας τής τρίχας). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα(ΙΙ) + κατάλ. αίος*] … Dictionary of Greek
τσούνια — η, Ν [τσούνι] παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με μια ξύλινη σφαίρα να ρίξουν κάτω πέντε ξυλάκια με κωνοειδές σχήμα, τα οποία είναι όρθια … Dictionary of Greek
αναρίχας — (anarichas). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών. Ζουν κυρίως στις ψυχρές θάλασσες του βόρειου Ατλαντικού και του βόρειου Ειρηνικού, σε μέτρια βάθη (5 έως 300 μ.) κοντά στις ακτές. Σε μέγεθος φτάνουν τα 2 3 μ. Έχουν μεγάλο κεφάλι και κωνοειδές σώμα,… … Dictionary of Greek